μακάρι

μακάρι
επίρρ.
1) как было бы хорошо, если бы; если бы..., пусть бы...;

μακάρι να είχα κι' εγώ παιδιά! — если бы у меня были дети!;

μακάρι να ήταν έτσι! — если бы было так!;

2) даже;

δεν 'θέλω να τον βλέπω μακάρι και γιά μιά στιγμή — я не хочу его видеть даже на минутку


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μακάρι" в других словарях:

  • μακάρι — και μαγάρι (AM μακάρι) είθε νεοελλ. μσν. έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τόν δω μακάρι και ζωγραφιστό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. τού επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ άλλους, < περσοτουρκ. meğer] …   Dictionary of Greek

  • μακάρι — 1. είθε: Μακάρι να έρθεις. 2. έστω και, ούτε και: Δε θα τον συγχωρέσω, μακάρι και να πέσει στα πόδια μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μακάρι' — Μακάριε , Μακάριος blessed masc voc sg Μακάριαι , Μακαρίη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακάρι' — μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριε , μακάριος blessed masc voc sg μακάριε , μακάριος blessed masc/fem voc sg μακάριαι , μακάριος blessed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάκαρι — Μάκαρ blessed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκαρι — μάκαρ blessed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίτας — μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc acc pl μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίται — μακαρί̱τᾱͅ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίτηι — μακαρί̱τῃ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίτην — μακαρί̱την , μακαρίτης one blessed masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίτης — μακαρί̱της , μακαρίτης one blessed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»